Θυμόμαστε όλοι πως τα φαινόμενα συνωστισμού των νέων στις
πλατείες που βγήκαν να διασκεδάσουν “χωρίς αύριο”, καυτηριάστηκαν,
στιγματίστηκαν κοινωνικά ως δείγματα ανευθυνότητας και ανωριμότητας από
πολλούς εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου και της τηλεόρασης,
ενοχοποιήθηκαν για την αύξηση των κρουσμάτων και τελικά
ποινικοποιήθηκαν. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Βεβαίως, όλο αυτό το διάστημα, οι περισσότεροι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό παρέμειναν “μέσα”. Ίσως όχι τόσο “μέσα” όσο θα επιθυμούσε η πολιτική εξουσία, αλλά “μέσα” παρόλα αυτά. Ωστόσο, αυτή την χρονική στιγμή η βαλβίδα μοιάζει να χαλαρώνει (θα δούμε για πόσο και με ποιους όρους) και οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν ζοριστεί, ίσως νιώθουν μια ανακούφιση τώρα που άνοιξε η εστίαση και μπορούν να διασκεδάσουν κάπως, ή να “πάνε κανένα ταξιδάκι”, αφού απελευθερώθηκαν οι διαπεριφερειακές μετακινήσεις.
Ίσως, λοιπόν, να εκτονώνεται συγκυριακά η ένταση που συνόδευε την προσμονή της λήξης των lockdown. Μια λήξη, η οποία αναβαλλόταν από μέρα σε μέρα, από εβδομάδα σε εβδομάδα, από μήνα σε μήνα. Παρόλα αυτά, η συσσωρευμένη πίεση που προέκυψε από τα αλλεπάλληλα και παρατεταμένα lockdown δεν φάνηκε έως σήμερα τουλάχιστον να μετατρέπεται σε μια εξωστρεφή, μαζική και συλλογική αντίδραση.
Θα λέγαμε πως ίσως βράζει ακόμα το “βουβό κύμα” για να θυμηθούμε ένα παλιότερο άρθρο μας, παρότι λόγω του ανοίγματος της οικονομίας ίσως καταλαγιάζει συγκυριακά. Κάποιες εξαιρέσεις λοιπόν, με κάποιες χιλιάδες νεαρά άτομα σε κάποιες αθηναϊκές βασικά πλατείες, όσο κι αν αξιοποιήθηκαν τηλεοπτικά, δεν πείθουν εύκολα ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αντέδρασε συντεταγμένα με παρόμοιες συγκεντρώσεις και συνωστισμούς, επειδή κουράστηκε από τα μέτρα.
Μια ματιά γύρω μας θα μας πείσει για του λόγου το αληθές, εκτός και αν έχουμε σταματήσει να πιστεύουμε ότι βλέπουν τα μάτια μας σε πραγματικό χρόνο και εμπιστευόμαστε ως ρεαλιστικό μόνον ό,τι παρακολουθούμε στους τηλεοπτικούς δέκτες μας. Αν μοιάζει τελικά κάτι να επαληθεύεται όσο πάει και περισσότερο, είναι η δυνατότητα χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ, ιδίως όταν αυτά ομοφωνούν (με το αζημίωτο) πάνω σε ένα θέμα που φαινομενικά μοιάζει να τεκμηριώνεται ορθολογικά.
Συνέπειες των περιορισμών
Και βεβαίως θα ήταν εύλογο να αναρωτηθούμε για ακόμα μία φορά ποιες οι βραχύχρονες και ποιες οι μακρόχρονες συνέπειες ενός τέτοιου κατ’ οίκον περιορισμού. Στο παρόν άρθρο θα προτιμήσουμε να σταθούμε στις συνέπειες ενός τέτοιου εγκλεισμού στα παιδιά μικρότερης ηλικίας. Ας αντλήσουμε κάποιες βασικές ιδέες πάνω στο ζήτημα από τα ίδια τα λόγια τους:
- «Δεν μου αρέσει η τηλεκπαίδευση. Δεν καταλαβαίνω τίποτα και ούτε μπορώ να κάνω όσα μου λέει η δασκάλα. Η μαμά μου δουλεύει. Η γιαγιά μου δεν ξέρει από αυτά και δεν μπορεί να με βοηθήσει. Μάλλον βαριέμαι. Όχι είμαι χαζός!». (Παιδί 5,5 ετών που φοιτά στο νηπιαγωγείο και μετά από σχεδόν ένα χρόνο τηλεκπαίδευσης, συστήνεται η επανάληψη του νηπιαγωγείου).
- «Χαίρομαι πολύ που δεν χρειάζεται να πηγαίνω σχολείο. Τώρα είμαι συνέχεια με την μαμά μου. Ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω. Κοιμάμαι ό,τι ώρα θέλω. Βλέπω όσα παιδικά θέλω». (Παιδί 4,5 ετών που φοιτά στην τάξη των προνηπίων).
- «Μαμά, γιατί δεν μπορούμε να μπούμε μέσα; Κυρία, γιατί δεν μπορούμε να μπούμε μέσα; (Εννοεί στην οθόνη, στα πλαίσια τηλεκπαίδευσης) [Κλαίει γοερά] Δεν θέλω κλείσε το!». (Παιδί σχεδόν 3 ετών, στα πλαίσια τηλεκπαίδευσης σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό).
- «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μου άρεσε τόσο πολύ το σπίτι. Τις βόλτες τις ψιλοβαριέμαι. Πού να τρέχεις. Άσε που στο σπίτι μπορείς όποια στιγμή θέλεις να απολαύσεις την αγαπημένη σου ταινία στο Netflix. Με τον κορωνοϊό κατάλαβα ότι είμαι πολύ σπιτόγατα!» (Κορίτσι, 11 ετών).
Τα παιδιά των πόλεων
Σήμερα, τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται μέσα στα διαμερίσματα των πόλεων. Το σχολικό περιβάλλον και οι εξωσχολικές δραστηριότητες ήταν ένας τρόπος να βγουν από το σπίτι τους, να αποκτήσουν εμπειρίες, να κοινωνικοποιηθούν και να αλληλεπιδράσουν με τους συνομηλίκους και το ενήλικο κοινωνικό περιβάλλον. Την εποχή του κορωνοϊού που οι άνθρωποι “ζουν για να μην πεθάνουν” τα παιδιά στο μεγαλύτερο ποσοστό τους διαβιούν σε κουτιά και αλληλεπιδρούν με κουτιά.
Η πόλη, το αστικό περιβάλλον, ιδίως όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και ακόμα περισσότερο μετά τους περιορισμούς των μετακινήσεων των ατόμων όλων των ηλικιών και ιδίως των παιδιών, φέρνει στο προσκήνιο την ένδεια των ερεθισμάτων και των εμπειριών που συνεπάγεται η ζωή στην πόλη, όπως είχε περιγραφεί από τη Φρανζουάζ Ντολτό ήδη από τη δεκαετία του 1980 σε διάλεξη της για “το παιδί στην πόλη”.
Μάλιστα, σήμερα και μετά την τραυματική περίοδο της πανδημίας, πολλά παιδιά που κατοικούσαν στην εξοχή ή σε μικρότερες πόλεις μιμήθηκαν λόγω φόβου και περιορισμών το μοντέλο της καθημερινής ζωής ενός παιδιού που κατοικεί σε ένα διαμέρισμα μιας μεγαλούπολης. Δανειζόμενοι τα λόγια της θα σημειώναμε πως «τα παιδιά δεν έχουν παρά να ανοίξουν τη βρύση και το νερό να τρέξει, να γυρίσουν ένα κουμπί και η φωτιά να ανάψει. Τα πάντα μοιάζουν μαγικά! Αλλά δεν έχουν καμία εμπειρία των φυσικών στοιχείων˙ δεν αισθάνονται χρήσιμα και απαραίτητα στην οικογένειά τους, όπως συνέβαινε άλλοτε σε αγροτικές περιοχές, όπου ο καθένας είχε το ρόλο του…»
»Σήμερα, στις πόλεις, οι εμπειρίες των παιδιών συνοψίζονται σχεδόν πάντα στο να βλέπουν και να ακούν… Τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα, το παιδί θα μπορούσε να είναι και δελφίνι. Κανείς δεν χρειάζεται να έχει χέρια με τη ζωή που κάνουμε σήμερα στις πόλεις! Ας μην ξεχνάμε ότι η ευφυΐα του ανθρώπου, κατά ένα μεγάλο μέρος, είναι η ευφυΐα των χεριών του.» (Φ. Ντολτό, 2000, “Το παιδί στην πόλη”, εκδ. Πατάκη).
Στροφή στους ψυχολόγους
Και τα παιδιά ζώντας σε τέτοιες συνθήκες καθημερινά φτάνουν σήμερα να επισκέπτονται μαζικά τους ψυχολόγους και τους παιδιάτρους με αιτήματα που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ζωή τους και επισήμως πλέον, λόγω των μέτρων διαχείρισης της πανδημίας. Ας δούμε τι αναφέρει στην προσωπική του σελίδα στο facebook ο παιδίατρος Γ. Χαρίτος:
«Δύο-τρία παιδιά προσχολικής ηλικίας που η γλώσσα τους πήγαινε “ροδάνι”, ξεκίνησαν ξαφνικά να τραυλίζουν. Δύο άλλα, μεγαλύτερα αυτά, εμφάνισαν ψυχογενή βήχα. Ένα αγόρι 8 χρόνων, δυναμικό παιδί μέχρι πρότινος, φοβάται πια τα βράδια και ξανακοιμάται μαζί με το αρκουδάκι που έπαιρνε ως μωρό. Ένα ακόμη αγόρι προσχολικής ηλικίας ξεσπά εδώ και δέκα μέρες σε ξαφνικά κλάματα όταν σε κάποιο παραμύθι συμβεί κάτι “κακό”, π.χ. ο πρίγκηπας έπεσε από το άλογο. Και βέβαια, μια σειρά από αλλά πολύ συχνά, όπως “άτυπα” κοιλιακά άλγη, ανορεξία, υπερένταση. Και εθισμός στο διαδίκτυο. Πολύς και φοβάμαι και δύσκολα αναστρέψιμος. Οι ερωτήσεις πια καθημερινές. Δια ζώσης και στο messenger: “Γιατρέ, ξέρεις κανέναν καλό παιδοψυχολόγο;”»
Τα παιδιά που υποφέρουν και παρουσιάζουν συμπτώματα ψυχικά, σωματικά ή ψυχοσωματικά μας θυμίζουν πως το παιχνίδι, η επαφή με το φυσικό περιβάλλον, το αισθησιοκινητικό πλαίσιο δραστηριοποίησης αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της νοημοσύνης και συνιστούν υπόβαθρο της τωρινής και μελλοντικής ψυχικής υγείας. Οποιαδήποτε παραγνώριση αυτού του γεγονότος είναι, από επιστημονικής άποψης τουλάχιστον, απολύτως απαράδεκτη και ενέχει τρομερούς κινδύνους.
Κανονικοποίηση του περιορισμού
«Το φαντασιακό κάθε ανθρώπου (διανοητικό και συναισθηματικό), η νοοτροπία του, η οπτική γωνία μέσα από την οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό και τους άλλους δεν μπορούν να είναι ποτέ απαλλαγμένα από μια βαθιά ασυνείδητη και γι’ αυτό ζωντανή, αλλά συχνά απωθημένη, μνήμη. Το φαντασιακό, το θυμικό, οι σκέψεις και τα όνειρα των ανθρώπων δανείζονται τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις εικόνες και τους ήχους της γενέθλιας γης του καθενός». (Ε. Σαρηγιαννίδη, 2020, “Ψυχοκοινωνιολογικά Θραύσματα της Σύγχρονης Πραγματικότητας”, εκδ. Ινφογνώμων).
Σήμερα, που ο κατ’ οίκον περιορισμός κανονικοποιείται και νομιμοποιείται στις συνειδήσεις των παιδιών και των γονέων, ποια ακριβώς θα είναι άραγε τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι εικόνες, τα ακούσματα που θα γαλουχήσουν τους ενήλικες του μέλλοντος; Και ποια θα είναι η συνειδησιακή κατάσταση των ατόμων αυτών;
Τελικά, για πολλοστή φορά αναδεικνύεται μέσα από ένα ζοφερό σύννεφο το ερώτημα του Jaime Semprun ως ανατριχιαστικά επίκαιρο: «Όταν ο οικολόγος πολίτης ισχυρίζεται ότι θέτει το πιο ενοχλητικό ερώτημα: ποιο κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας; αποφεύγει να θέσει ένα άλλο πραγματικά ανησυχητικό ερώτημα: σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;» Και ποιος θα ευθύνεται γι’ αυτό άραγε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου