Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Ο πατέρας που έφυγε..

Tου Αθανασιου Ελλις

Είναι κάποιες στιγμές που σημαδεύουν ανεξίτηλα τη ζωή ενός ανθρώπου. Μια από αυτές ήταν για μένα ο θάνατος του πατέρα μου, πριν από λίγες ημέρες. Εδινε εδώ και αρκετούς μήνες την τελευταία και πιο δύσκολη μάχη και παρότι περιμέναμε το μοιραίο, ποτέ δεν είσαι έτοιμος για την απώλεια του πατέρα σου.

Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για το διαφορετικό περιεχόμενο της σημερινής στήλης, αλλά αυτά που μέχρι χθες απορροφούσαν την προσοχή μου ξαφνικά φαντάζουν μικρά. Οι επαφές του πρωθυπουργού στο Νταβός, η άφιξη της τρόικας στην Αθήνα και τα άλλα σημαντικά ζητήματα της επικαιρότητας εύλογα απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Ομως, στο δικό μου μυαλό τις τελευταίες ημέρες υπάρχει μόνο η απώλεια του πατέρα μου. Με την ελπίδα ότι ο σεβασμός και η αναγνώριση στον γονιό που προσέφερε τόσα στο παιδί του εκφράζουν τους περισσότερους, τολμώ να κλέψω λίγη από την υπομονή του αναγνώστη, εκφράζοντας εκ των προτέρων ένα ευχαριστώ σε όσους επιλέξουν να με υποστούν και να μοιραστούν τις προσωπικές αυτές σκέψεις.

Ο πατέρας μου έφυγε πλήρης ημερών. Δεν είχε παράπονο. Εζησε μια καλή ζωή. Το έλεγε και ο ίδιος. Τις τελευταίες εβδομάδες, το αλάνθαστο βιολογικό ένστικτο τον προειδοποιούσε ότι πλησιάζει το τέλος. Αρχισε να μας λέει ότι είχε κουραστεί. Οτι είχε φθάσει ο καιρός να φύγει. Οτι δεν ήθελε να είναι άλλο βάρος... Κοιμήθηκε ήσυχα, αφήνοντας σε μας που τον αγαπούσαμε τη ζεστή εικόνα των τελευταίων μηνών και όμορφες αναμνήσεις δεκαετιών. Πάνω από όλα εγώ θα κρατήσω τις αναρίθμητες ζεστές ευχές που μου έδινε καθημερινά, είτε όταν τον έπαιρνα αγκαλιά είτε όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο. «Να έχεις πάντα την ευχή μου» μου έλεγε συνεχώς. Ξέρω ότι ήμουν το παν γι’ αυτόν, όπως και αυτός γνωρίζει, εκεί που ξεκουράζεται τώρα, ότι τον αγαπούσα και θα τον αγαπώ για πάντα.

Ημουν το μόνο παιδί του. Με λάτρευε και ήταν υπερήφανος για μένα. Συχνά σε βαθμό υπερβολικό, που με ενοχλούσε. Κρατούσε στο σακάκι του φωτογραφίες μου ή ακόμη και άρθρα μου, τα οποία έδειχνε στους συνομιλητές του. Τους ρωτούσε «είδες τον γιο μου, άκουσες τι είπε, διάβασες τι έγραψε», ενέργειες που προκαλούσαν την έντονη αντίδρασή μου. Αλλά τώρα τα βλέπω όλα μέσα από διαφορετικό πρίσμα. Ενα παιδί είχε και απλά το λάτρευε. Τους τελευταίους μήνες ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι, όπου έδινε με περηφάνια -και σπάνια γι’ αυτόν νηφαλιότητα- τη μάχη του. Εκανε ό, τι του λέγαμε, χωρίς να φέρνει αντίρρηση. Από τη χημειοθεραπεία έως τη μετάγγιση αίματος. «Για να το λέτε εσείς, αυτό θα πρέπει να κάνω», έλεγε με γλυκύτητα. Μόνη παραφωνία σε αυτή την αθώα συγκαταβατικότητα, η συχνή και, δυστυχώς, αυξανόμενη άρνησή του να φάει όσα του ετοίμαζε η μητέρα μου. Αλλά και πάλι ήταν τόσο γλυκός: «Μα δεν μπορώ αγαπούλα μου να φάω. Θέλω, αλλα δεν μπορώ». Παρά την άρτια ιατρική στήριξη που του παρέσχε ο παιδικός μου φίλος και άριστος ογκολόγος Τάσος Σαλεσιώτης, η μάχη ήταν άνιση. Η μετάσταση στα οστά δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Ηταν χαρούμενος που παντρεύτηκα και αγαπούσε τη γυναίκα μου. Ενιωθε ευτυχισμένος που μπόρεσε να δει δυο εγγόνια, τα οποία λάτρευε. Τους τελευταίους μήνες απολάμβανε τις μικρές, αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις που έδινε στο δωμάτιό του ο Πάρις και τις ζεστές αγκαλιές που του έκανε ο Μιλτιάδης. Αλλά η πιο γλυκιά ανάμνηση που μου άφησε ήταν ο απίστευτα ζεστός τρόπος που φερόταν τους τελευταίους μήνες στη μητέρα μου, η οποία, στον μισό αιώνα που έζησαν μαζί, πέρασε αρκετά. «Σε είχα πάντα στην καρδιά μου», της εξομολογήθηκε με την αθωώτητα και την αφοπλιστική ειλικρίνεια που γεννά το επερχόμενο τέλος και τη φίλησε με στοργή.

Τον ευχαριστώ για όσα έκανε για μένα, του εύχομαι καλή ξεκούραση στη γειτονιά των αγγέλων και το μόνο που μπορώ να του υποσχεθώ είναι ότι θα προσπαθήσω και εγώ να κάνω το καλύτερο για τα δικά μου παιδιά। Και θα τους λέω πάντα πόσο τα αγαπούσε ο παππούς τους...

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_30_27/01/2011_430269