....
— Σας βοήθησε σ' αυτό η δημοφιλία σας και η αγάπη του κόσμου;
Πιθανώς, αυτό δεν το 'χω πολυεξετάσει, αλλά ήμουν έτσι ως χαρακτήρας. Έμοιασα πάρα πολύ της μητέρας μου. Άνθρωποι που της είχαν κάνει πολύ μεγάλο κακό, όταν βρεθήκανε σε μεγάλη ανάγκη, εκείνη πήγαινε και τους τάιζε. Με θυμάμαι έφηβο, 17 ετών, να μου φαίνεται παράξενο, να της λέω «μα, καλά, βοηθάς αυτόν που σου έκανε έγκλημα;» και μου απαντούσε «δεν πειράζει, είναι συγγενής μου».
— Ήσασταν λίγο το μοντέλο του αγοριού του προσκολλημένου στη μάνα.
Μα, μ' αυτήν έζησα ολόκληρη τη ζωή μου. Πατέρα δεν έζησα. Έφυγε όταν ήμουν έξι μηνών.
— Πέθανε, εννοείτε;
Όχι, έφυγε για να κάνει τη ζωή του. Μετά τον γνώρισα και τον βοήθησα όσο μπορούσα...
— Ήταν συντριβή μεγάλη ο θάνατος της μητέρας σας;
Δεν ήταν συντριβή, ήταν κι ένας δικός μου θάνατος. Κόντεψα να πεθάνω. Όχι κόντεψα, επιθυμούσα να πεθάνω. Ήμασταν τόσο δεμένοι με τον ομφάλιο λώρο που μου ήρθε καταπέλτης, έχασα τον κόσμο. Δεν νοούσα να ζήσω μετά απ' αυτό!
— Από πού αντλήσατε δύναμη γι' αυτό το βαρύτατο πένθος;
Θα σας πω ένα περιστατικό, γιατί αξίζει να ειπωθεί. Μέσα στον πόνο μου είδα σε όνειρο τη μάνα μου, ότι ήταν στο κρεβάτι μου αλυσοδεμένη μαζί μου. Γύρισε, μου έριξε ένα γλυκό, στενόχωρο βλέμμα κι έσκυψε και μου φίλησε το πόδι, το γόνατο. Τελείωσε το όνειρο, λοιπόν, αυτό ήταν. Πήγαινα κάθε μέρα στο νεκροταφείο, πόναγα, πόναγα. Ήταν χειμώνας. Το καλοκαίρι πήγα στη Θεσσαλονίκη, είχα μια ξαδέρφη παντρεμένη εκεί, η οποία αγαπούσε πολύ τη θεία της, τη μάνα μου. Μ' αγκάλιαζε, «χάσαμε τη θεία» μου έλεγε. Μια μέρα μου κάνει: «Ξέρεις, μαζευόμαστε και κάνουμε τραπεζάκι και καλούμε τα πνεύματα». «Σιγά τώρα, ανοησίες» έλεγα εγώ. Την άλλη μέρα έρχεται και μου λέει: «Καλέσαμε τη θεία και ξέρεις τι μου είπε; Ότι την κρατάς αλυσοδεμένη εδώ!». Έπαθα τέτοιο σοκ, τρελάθηκα.
— Το «αλυσοδεμένη» ακούγεται και ως μια τυχαία φράση για τον άρρηκτο δεσμό σας.
Ναι, αλλά εγώ την ίδια στιγμή ένιωσα σαν να έσπασε κάτι μέσα μου, σαν να κόπηκε. Ένιωθα πια τη μάνα μου σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Όταν ξαναπήγα στο νεκροταφείο, δεν πόναγα τόσο.
— Όμορφο αυτό. Πιστεύετε στη μεταφυσική;
Πάρα πολύ, γιατί έχω δει πράγματα. Έχω δει προφητικά όνειρα που δεν τα πιστεύει κανείς. Μπορεί να ήταν συμπτώσεις, αλλά τόσο σοβαρές πια; Τέλος πάντων, μην τα λέμε τώρα όλα αυτά.
— Αγωνιστήκατε για την ισορροπία μεταξύ καλλιτεχνικής και προσωπικής ζωής;
Προσπάθησα να κάνω μια ενδιαφέρουσα ζωή χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς... (δυσφορεί) Αυτό μου έκανε και καλό και κακό. Καλό ψυχολογικά, κακό όμως σε πιο βαθιά θέματα της ζωής. Πιστεύω πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτος. Εγώ, όμως, όπως και πολλά παιδιά της γενιάς μου τότε είχαμε καταπιεστεί τόσο πολύ μέσα απ' τη ζωή μας, τους πολέμους, τους εμφυλίους, τα οικογενειακά του ο καθένας, ώστε αυτό μας έκανε να αναζητήσουμε τη ζωή με όλες τις μορφές της. Αφήσαμε έτσι τα πάντα ανεξέλεγκτα και η στέρηση μας βγήκε ανάποδα. Θέλαμε τα πάντα, αλλά τα πάντα κοστίζουν κι επειδή ακριβώς κοστίζουν, σημαίνει πως δεν ελέγχεις την κατάσταση. Οποιοδήποτε κόμπλεξ υπήρχε απ' τη μικρή ηλικία βγήκε στην επιφάνεια. Κι εδώ εννοώ να γίνεσαι ένας άνθρωπος που να μη δίνει σημασία ούτε στα χρήματα ούτε σε τίποτα, μόνο και μόνο για να ξεσπάσει την καταπίεση που είχε βιώσει.
— Σας βοήθησε σ' αυτό η δημοφιλία σας και η αγάπη του κόσμου;
Πιθανώς, αυτό δεν το 'χω πολυεξετάσει, αλλά ήμουν έτσι ως χαρακτήρας. Έμοιασα πάρα πολύ της μητέρας μου. Άνθρωποι που της είχαν κάνει πολύ μεγάλο κακό, όταν βρεθήκανε σε μεγάλη ανάγκη, εκείνη πήγαινε και τους τάιζε. Με θυμάμαι έφηβο, 17 ετών, να μου φαίνεται παράξενο, να της λέω «μα, καλά, βοηθάς αυτόν που σου έκανε έγκλημα;» και μου απαντούσε «δεν πειράζει, είναι συγγενής μου».
— Ήσασταν λίγο το μοντέλο του αγοριού του προσκολλημένου στη μάνα.
Μα, μ' αυτήν έζησα ολόκληρη τη ζωή μου. Πατέρα δεν έζησα. Έφυγε όταν ήμουν έξι μηνών.
— Πέθανε, εννοείτε;
Όχι, έφυγε για να κάνει τη ζωή του. Μετά τον γνώρισα και τον βοήθησα όσο μπορούσα...
— Ήταν συντριβή μεγάλη ο θάνατος της μητέρας σας;
Δεν ήταν συντριβή, ήταν κι ένας δικός μου θάνατος. Κόντεψα να πεθάνω. Όχι κόντεψα, επιθυμούσα να πεθάνω. Ήμασταν τόσο δεμένοι με τον ομφάλιο λώρο που μου ήρθε καταπέλτης, έχασα τον κόσμο. Δεν νοούσα να ζήσω μετά απ' αυτό!
— Από πού αντλήσατε δύναμη γι' αυτό το βαρύτατο πένθος;
Θα σας πω ένα περιστατικό, γιατί αξίζει να ειπωθεί. Μέσα στον πόνο μου είδα σε όνειρο τη μάνα μου, ότι ήταν στο κρεβάτι μου αλυσοδεμένη μαζί μου. Γύρισε, μου έριξε ένα γλυκό, στενόχωρο βλέμμα κι έσκυψε και μου φίλησε το πόδι, το γόνατο. Τελείωσε το όνειρο, λοιπόν, αυτό ήταν. Πήγαινα κάθε μέρα στο νεκροταφείο, πόναγα, πόναγα. Ήταν χειμώνας. Το καλοκαίρι πήγα στη Θεσσαλονίκη, είχα μια ξαδέρφη παντρεμένη εκεί, η οποία αγαπούσε πολύ τη θεία της, τη μάνα μου. Μ' αγκάλιαζε, «χάσαμε τη θεία» μου έλεγε. Μια μέρα μου κάνει: «Ξέρεις, μαζευόμαστε και κάνουμε τραπεζάκι και καλούμε τα πνεύματα». «Σιγά τώρα, ανοησίες» έλεγα εγώ. Την άλλη μέρα έρχεται και μου λέει: «Καλέσαμε τη θεία και ξέρεις τι μου είπε; Ότι την κρατάς αλυσοδεμένη εδώ!». Έπαθα τέτοιο σοκ, τρελάθηκα.
— Το «αλυσοδεμένη» ακούγεται και ως μια τυχαία φράση για τον άρρηκτο δεσμό σας.
Ναι, αλλά εγώ την ίδια στιγμή ένιωσα σαν να έσπασε κάτι μέσα μου, σαν να κόπηκε. Ένιωθα πια τη μάνα μου σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Όταν ξαναπήγα στο νεκροταφείο, δεν πόναγα τόσο.
— Όμορφο αυτό. Πιστεύετε στη μεταφυσική;
Πάρα πολύ, γιατί έχω δει πράγματα. Έχω δει προφητικά όνειρα που δεν τα πιστεύει κανείς. Μπορεί να ήταν συμπτώσεις, αλλά τόσο σοβαρές πια; Τέλος πάντων, μην τα λέμε τώρα όλα αυτά.
— Αγωνιστήκατε για την ισορροπία μεταξύ καλλιτεχνικής και προσωπικής ζωής;
Προσπάθησα να κάνω μια ενδιαφέρουσα ζωή χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς... (δυσφορεί) Αυτό μου έκανε και καλό και κακό. Καλό ψυχολογικά, κακό όμως σε πιο βαθιά θέματα της ζωής. Πιστεύω πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτος. Εγώ, όμως, όπως και πολλά παιδιά της γενιάς μου τότε είχαμε καταπιεστεί τόσο πολύ μέσα απ' τη ζωή μας, τους πολέμους, τους εμφυλίους, τα οικογενειακά του ο καθένας, ώστε αυτό μας έκανε να αναζητήσουμε τη ζωή με όλες τις μορφές της. Αφήσαμε έτσι τα πάντα ανεξέλεγκτα και η στέρηση μας βγήκε ανάποδα. Θέλαμε τα πάντα, αλλά τα πάντα κοστίζουν κι επειδή ακριβώς κοστίζουν, σημαίνει πως δεν ελέγχεις την κατάσταση. Οποιοδήποτε κόμπλεξ υπήρχε απ' τη μικρή ηλικία βγήκε στην επιφάνεια. Κι εδώ εννοώ να γίνεσαι ένας άνθρωπος που να μη δίνει σημασία ούτε στα χρήματα ούτε σε τίποτα, μόνο και μόνο για να ξεσπάσει την καταπίεση που είχε βιώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου