Της Ιωάννας Δημητριάδου*
Η μαθηματική ικανότητα του κάθε παιδιού
εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Συνήθως, οι μαθητές που εμφανίζουν
χαμηλή επίδοση στις γλωσσικές δεξιότητες (κυρίως, στην αναγνωστική τους
ικανότητα και κατανόηση κειμένου), αλλά και αδυναμίες στην ανάπτυξη του
γραπτού λόγου, ενδέχεται να εμφανίσουν και αδυναμίες στο μάθημα των
Μαθηματικών.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο, πως για να
μπορεί ένας μαθητής να κατανοήσει τις βασικές μαθηματικές έννοιες και
να έχει μια δομημένη και οργανωμένη σκέψη, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη
βαρύτητα στην εκπαίδευση των γλωσσικών του δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση,
αυτή, θα πρέπει να στηρίζεται ανάλογα με το ποιο από τα δύο ημισφαίρια
του εγκεφάλου είναι το πιο ισχυρό, καθώς, ένα παιδί, με ισχυρό το δεξί
ημισφαίριο, μαθαίνει πολύ διαφορετικά από ένα παιδί με ισχυρό το
αριστερό ημισφαίριο. Οπότε η διαφορετική αυτή εκπαιδευτική προσέγγιση
περνάει και στο μάθημα των Μαθηματικών (π.χ. ένα παιδί με ισχυρό το δεξί
ημισφαίριο μαθαίνει καλύτερα να μετράει με κουκίδες και όχι με το
μέτρημα των δαχτύλων).
Τι προτείνεται, λοιπόν;
- Να δουλευτεί το παιδί, πρωτίστως, στην αναγνωστική του ικανότητα, στην κατανόηση κειμένων και στην ανάπτυξη του προφορικού και γραπτού λόγου.
- Να εκπαιδευτεί το παιδί, πρωτίστως στο σπίτι στις βασικές μαθηματικές έννοιες, με τον ειδικό και έπειτα, αυτά που πλέον έχει κατακτήσει να τα περνάει και στο σχολείο.
- Να υπάρχει ένας απλουστευμένος τρόπος διδασκαλίας των Μαθηματικών, ο οποίος όμως να στηρίζεται στο καθημερινό πρόγραμμα που ακολουθούν όλα τα παιδιά της τάξης. Ο συγκεκριμένος τρόπος αναφέρεται σε ειδικά διαμορφωμένες ασκήσεις, όπου θα αναλύεται ο στόχος της κάθε άσκησης, θα υπάρχει πάντα ένα παράδειγμα που θα πρέπει το παιδί να ακολουθήσει και θα τη λύνει με διάφορα χρώματα. Αν χρειαστεί ο δάσκαλος να δίνει τις λύσεις, τότε το παιδί θα τις βλέπει, αλλά μετά ο δάσκαλος θα τις κρύβει, ώστε να μπορεί να τις ανακαλέσει ο ίδιος ο μαθητής και να ξανακάνει τις πράξεις από μνήμης.
- Να υπάρχει μια συνεχής αξιολόγηση των δυσκολιών (των συνεχών λαθών του παιδιού) που παρουσιάζει το παιδί στο συγκεκριμένο μάθημα σε συνεργασία του ειδικού, εξειδικευμένου σε θέματα δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών και του δασκάλου.
- Να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαφοροποιημένη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος μέσα στην τάξη, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν όλα τα παιδιά και πάντα με συνεργασία του ειδικού και του δασκάλου.
- Να δοθεί έμφαση στον τύπο μαθηματικού ύφους (αναλυτικός, να στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη μέθοδο, να πηγαίνει με συγκεκριμένα βήματα για τη λύση, να προτιμάει την πράξη της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού ή ολιστικός, να στηρίζεται σε διάφορες μεθόδους, να χρησιμοποιεί καινούριες προσεγγίσεις, να προτιμάει την πράξη της αφαίρεσης και της διαίρεσης) που είναι το παιδί, ώστε να μπορεί να εκπαιδευτεί με έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο.
Όλα τα παιδιά, όποιες δυσκολίες και αν
αντιμετωπίζουν, έχουν τις ικανότητες να μη μείνουν πίσω στο μάθημα των
Μαθηματικών. Ένας μαθητής που είναι αδύναμος στα μαθηματικά, σημαίνει
απλά πως χρειάζεται έναν εξειδικευμένο τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος,
προσαρμοσμένο στην σχολική ύλη.
* Η κα. Ιωάννα Δημητριάδου είναι Ειδική Παιδαγωγός σε θέματα δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Adams, M.J. (1990) “ Beginning to read: Thinking and learning about print”, Cambridge, MIT Press.
Chinn, S.J. (1992): Individual diagnosis
and cognitive style.In Miles, T.R. & Miles, E. (Eds.). Dyslexia and
Mathematics. London: Routledge (pp. 23-41).
Τουμάσης, Μ. (1994). Σύγχρονη Διδακτική των Μαθηματικών. Αθήνα. Gutenberg.
Ιωάννης Αγαλιώτης (2000). Μαθησιακές Δυσκολίες στα Μαθηματικά: Αιτιολογία, Αξιολόγηση και Αντιμετώπιση, Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου